λαβώνω — λαβώνω, λάβωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαβώνω — (Μ λαβώνω) 1. τραυματίζω, πληγώνω, ιδίως με όπλο 2. μτφ. σαγηνεύω ερωτικά, εμπνέω έρωτα σε κάποιον 3. μτφ. θολώνω τον νου, επηρεάζω την κρίση, συγχύζω («η αγάπη τού λάβωνε τη γνώση», Ερωτόκρ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λαβωμένος η, ο τραυματίας,… … Dictionary of Greek
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
αλάβωτος — η, ο 1. αυτός που δεν λαβώθηκε, απλήγωτος, ατραυμάτιστος 2. αυτός που δεν μπορεί να πληγωθεί, άτρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λαβώνω] … Dictionary of Greek
λάβωμα — το (Μ λάβωμα και λάβωμαν) [λαβώνω] τραυματισμός, τραύμα, πληγή, ιδίως από όπλο … Dictionary of Greek
λάβωσις — λάβωσις, ἡ (Μ) [λαβώνω] τραυματισμός, λαβωμός … Dictionary of Greek
λαβοχόρτι — λαβοχόρτι, τὸ (Μ) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ τού λαβώνω «πληγώνω, τραυματίζω» + συνθετικό φωνήεν ω + χόρτο) … Dictionary of Greek
λαβωμένος — η, ο βλ. λαβώνω … Dictionary of Greek
λαβωμός — ο (Μ λαβωμός) [λαβώνω] 1. τραυματισμός, ιδίως από όπλο 2. μτφ. ψυχικός πόνος ή ψυχικό τραύμα … Dictionary of Greek
τραυματίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίζω Α [τραῡμα, τραύματος] χτυπώ κάποιον ώστε να τού προκαλέσω τραύμα, πληγώνω, λαβώνω νεοελλ. μτφ. επιφέρω ψυχικό πλήγμα, στενοχωρώ ή ταπεινώνω κάποιον («η σκληρή συμπεριφορά του μπορεί να τραυματίσει την προσωπικότητα τού… … Dictionary of Greek